Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Εν λευκώ...

 Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Κάνει τόσο κρύο και τα λεφτά από τα κάλαντα τελειώνουν ήδη, όπως και το φαγητό. Κάνει τόσο κρύο. Ευτυχώς δε φυσάει, αλλά το χιόνι έχει φτάσει στο μισό μέτρο. Δε λίγο θα καλύψει το παγκάκι που κοιμάμαι και εγώ είμαι με ένα μπουφάν και μια λεπτή μπλούζα που φορούσα, όταν το έσκασα από το σπίτι.
                             Τότε νόμιζα πως θα ζούσα καλύτερα ως άστεγη. Τώρα διαπιστώνω πως ήτανκαλύτερα στο σπίτι με πατέρα μέθυσο και μάνα αδιάφορη. Τουλάχιστον είχα λίγο φαγητό, ένα κρεβάτι και ζέστη από την ξυλόσομπα.
                           Και τι δε θα ‘δινα για ένα πάπλωμα ή έστω πιο ζεστά ρούχα. Τα πόδια μου έχουν μουδιάσει έτσι όπως έχουν παγώσει από ώρα.  Τα χέρια μου δε τα νιώθω από τον αγκώνα και κάτω, σιγά σιγά δε θα τα νιώθω καθόλου. Μακάρι να κοιμηθώ και όταν ξυπνήσω όλο αυτό να είναι απλά ένα άσχημο όνειρο.
                         Ξέρω όμως πως όσες φορές και να το ευχηθώ δεν πρόκειται να συμβεί, η ζωή δεν είναι έτσι. Στη ζωή κάνει επιλογές που σε οδηγούν σε κάποια μονοπάτια. Αν όμως κάνεις λάθος επιλογές, μπορείς να τις διορθώσεις πάντοτε;
                     Και εμένα μια λάθος επιλογή στη ζωή μου μού φέρνει το θάνατο. Ένας λυγμός ξεφεύγει από τα τρεμάμενα χείλη μου. Αυτό ήταν, λοιπόν, θα πεθάνω. Πριν καλά καλά πατήσω τα δεκαπέντε, θα τελειώσει και η ζωή μου. Πριν καλά καλά αρχίσω να ζω, θα πεθάνω λόγω απερισκεψίας, αθωότητας, άγνοιας και επιπολαιότητας. Αν με έβλεπαν έτσι όπως έχω καταντήσει οι γονείς μου, σίγουρα θα γελούσαν, θα μου υπενθύμιζαν πόσο άχρηστη και αποτυχημένη είμαι.
                 «ΟΧΙ», ακούω τον εαυτό μου να φωνάζει. Όχι, δε θα τους δώσω αυτήν την ευχαρίστηση. Αν και τα βλέφαρά μου βαραίνουν και το μυαλό  μου θολώνει από την ταλαιπωρία, την ασιτία και το κρύο, ξέρω ότι δεν πρέπει να κοιμηθώ. Πρέπει να σηκωθώ. Πρέπει να σηκωθώ, να ζητήσω άσυλο από την εκκλησία, δεν είναι μακριά, ακούω τους ψαλμούς… ή μήπως είναι οι άγγελοι που ψέλνουν για να με προϋπαντήσουν στον παράδεισο;
                 Προσπαθώ να κουνηθώ, να σηκωθώ όρθια, αλλά τα μέλη μου είναι τόσο βαριά…Τα καταφέρνω μετά από αρκετή ώρα, σηκώνομαι και με μεγάλη προσπάθεια περπατώ λίγα μέτρα πιο πέρα από το παγκάκι που μου στάθηκε καταφύγιο. Έπεσα αρκετές φορές.
                Ένα τετράγωνο μόλις πιο πέρα συνειδητοποιώ ότι δεν αντέχω άλλο. Είμαι παγωμένη, βρεγμένη. Το σώμα μου πονάει από την κούραση και το κρύο. Ξέρω ότι η εκκλησία για την κατάστασή μου είναι πολύ μακριά. Αποκλείεται να αντέξω να περπατήσω ως  εκεί, τέσσερα τετράγωνα πιο εκεί. Αλλά πρέπει να προσπαθήσω.
               Συνεχίζω να περπατώ με τις ελάχιστες δυνάμεις που μου έχουν απομείνει. Μετά από τέσσερα βήματα νιώθω πως τα πόδια μου είναι φτιαγμένα από μολύβι.. Δεν μπορούν να συνεχίσουν να με στηρίζουν. Πέφτω. Πέφτω μπρούμυτα πάνω στο χιόνι. Το πρόσωπό μου χωμένο σε λευκούς κρυστάλλους, οι πνεύμονές μου καίγονται…Θέλω αέρα, θέλω οξυγόνο. Το κεφάλι μου βουίζει  από την έλλειψη αέρα, από το κρύο, από την εξάντληση, από την πείνα. Πρέπει όμως να σηκωθώ. Να προσπαθήσω κι άλλο. Ίδια με  λαβωμένο χελιδόνι που έχασε το δρόμο για το νότο κουτσαίνω μα  μορφώνω το κορμί μου σε γωνία…Όλα θολά. Τα μάτια καίνε. Μα στο βάθος διακρίνω μια σκιά, μοιάζει με αντρική φιγούρα  που πλησιάζει. Σηκώνω το χέρι μου. Προσπαθώ να της φωνάξω… Μόνο ένα μούγκρισμα βγαίνει από τα παγωμένη χείλη μου. Το κεφάλι μου πέφτει πάλι στην παγωνιά του χιονιού. Ασφυκτιώ. Θέλω ανάσα…
              Σαν αναλαμπή έρχεται  η διαδρομή μου ως εδώ. Η πρώτη μου επιλογή, όχι, δεν ήταν να το σκάσω. Στην Πρόνοια με οδήγησαν ενστικτωδώς τα πρώτα βήματά μου. Μα ήθελαν πολύ καιρό για να με πάρουν από εκεί. Έπρεπε λέει, να στείλουν χαρτιά, αυτά να υπογραφούν, να ξανασταλούν, άλλες υπογραφές, μετά εξετάσεις για την επιβεβαίωση του χρόνιου ξυλοδαρμού και όλα αυτά θα κόστιζαν σε χρόνο 2 μήνες.. Δύο ολόκληρους μήνες κατά τους οποίους μπορεί  και να με είχαν σκοτώσει στο τέλος από το πολύ ξύλο με το οποίο τάιζαν αδηφάγα τη βιαιότητα τους.
            Με λένε Ολένα Ιβάνοβα και πεθαίνω εξαιτίας της γραφειοκρατίας και της αργοπορίας της. Πεθαίνω γιατί άνθρωποι ανεύθυνοι και ανίκανοι γίνονται γονείς. Πεθαίνω σε ένα χωριουδάκι λίγες ώρες έξω από την Αγία Πετρούπολη, γιατί τα παιδιά δεν μπορούν να επιλέξουν γονείς. Γιατί τα παιδιά είναι αδύναμα. Γιατί οι ενήλικες ξέχασαν τη σοφία που προέρχεται από την αγνότητα και αθωότητα της ψυχής και που κάποτε τη γνώρισαν. Εκατομμύρια παιδιά πεθαίνουν όπως πεθαίνω εγώ. Γιατί απλά οι άνθρωποι ξεχνούν πως και αυτοί ήταν κάποτε παιδιά. Διότι κάπου στο ταξίδι της ενηλικίωσης διαφθείρουν τις ψυχές τους διάφορα υλικά και μη πράγματα. Και τότε ντύνονται την πανοπλία τους. Πεθαίνω γιατί απλώς δε νοιάζονται.
                     Ακούγονται φωνές από κάπου μακριά… Μπορεί και να είναι απλώς δίπλα. Νιώθω κάτι να με πιέζει στο στήθος με δύναμη. Τα μάτια μου μισανοίγουν. Κόκκινο, κόκκινο και μπλε παντού. Και μετά το απόλυτο σκοτάδι.

Δημητρακοπούλου Ιωάννα

1 σχόλιο: