Ήταν μια αχνισμένη παραμονή πρωτοχρονιάς όταν τον συνάντησα.
Ήταν διαφορετικός από ότι ήξερα και γνώριζα. Φορούσε μια κόκκινη με πράσινο
στολή, μεγάλες μαύρες μπότες, πράσινη ζώνη και ριγέ σκουφάκι. Βρισκόταν στη
σκεπή ενός γειτονικού μου σπιτιού και είχα μόνο εγώ το προνόμιο να τον
παρατηρήσω, καθώς το δωμάτιό μου έχει τέτοια γωνία που ήταν μόνο ορατό σε
εμένα. Κατέβηκα αμέσως στο σαλόνι με την κρυφή λαχτάρα να τον συναντήσω, αφού
δεν μας είχε επισκεφτεί ακόμα. Κρύφτηκα σε ένα σημείο που μπορούσα να τον δω
χωρίς να με καταλάβει. Μετά από τρία λεπτά αναμονής πίσω από τον καναπέ,
κουκουλωμένος με μαξιλάρια και κουβέρτες για να μη φανώ, τον είδα. Επιτέλους
όλες μου οι απορίες και τα ερωτήματα για το αν υπάρχει ο γλυκός και παχουλός
αυτός άντρας που γεμίζει τις καρδιές των παιδιών με την ελπίδα ότι και αυτόν
τον χρόνο θα βρουν δώρα κάτω από το δέντρο, επαληθεύτηκαν. Η ύπαρξη του και
μόνο δίνει το κίνητρο στους ανθρώπους, για να συνεχίσουν να πιστεύουν σε
πράγματα που για μερικούς φαντάζουν απραγματοποίητα. Παρατηρώντας τον μου
φάνηκε κουρασμένος όχι τόσο σωματικά λόγω της μακρινής διαδρομής όσο ψυχικά.
Έτσι όπως τον είδα να τοποθετεί τα δώρα και να κάθεται στην πολυθρόνα μπροστά
από το τζάκι τρώγοντας τα μπισκότα, είχε μια έκφραση μελαγχολική.
Μια σκέψη μού ήρθε
στο μυαλό περίεργη. Μήπως ο Άι- Βασίλης δουλεύει για όλους μας και δεν ακούει
από κανέναν ένα ευχαριστώ; Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ, γιατί δεν έχουμε δει ποτέ
τον Άι-Βασίλη. Επειδή, δεν έχουμε προσπαθήσει, δεν έχουμε κάτσει ως αργά να τον
περιμένουμε, να τον ρωτήσουμε τι κάνει, πόσο δύσκολη είναι η δουλειά του, να
τον ευχαριστήσουμε. Έχω καταλάβει ότι όσοι πιστεύουν στον Άι-Βασίλη είναι
μικροί σε ηλικία και είναι γνωστό το ‘‘γιατί’’. Διότι, τα μικρά παιδιά έχουν
την υπομονή να τον περιμένουν ως αργά στο σαλόνι για να τον δουν και έχουν
καθαρή ψυχή και αγνή καρδιά για να πιστεύουν σε ένα υπαρκτό όνειρο τον
Άι-Βασίλη.
Παίρνοντας δύναμη από
τις πολλές σκέψεις της στιγμής εκείνης και τα ερωτηματικά που στροβιλίζονταν
στο μυαλό μου σηκώθηκα και τον χαιρέτησα. Ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να βρει
δικαιολογίες ότι δεν είναι αυτός που νομίζω. Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα
:Μη μου λες ψέματα. Αφού σε είδα να πέφτεις από την καμινάδα και να τοποθετείς
τα δώρα. Χαμογέλασε και μου ζήτησε να καθίσουμε, να μάθουμε ο ένας για τον άλλον.
Άρχισα να του κάνω ασταμάτητα ερωτήσεις για την προσωπική του ζωή και για τα
μέρη που έχει δει. Καθόμασταν δύο ώρες και μιλούσαμε. Ναι, ένα πεντάχρονο
μιλούσε σοβαρά με έναν άντρα που ούτε αυτός θυμάται πόσο χρονών είναι. Στη
διάρκεια που μιλούσε, έκλεισα τα μάτια και προσπαθούσα να φανταστώ τις
περιπέτειες του. Αλλά όταν τα άνοιξα είχε εξαφανιστεί με ένα σημείωμα στο
τραπέζι που έλεγε: Παιδί μου, μη σταματήσεις να πιστεύεις σε πράγματα που σε
κάνουν χαρούμενο, γιατί αυτό θα έχεις ως βάση στην υπόλοιπη σου ζωή.
Υ.Γ. Πείσε τους γονείς σου να μεγαλώσουν την καμινάδα για να
μη δυσκολεύομαι τόσο στην κατάβαση. Εκείνο το βράδυ αποφάσισα να μην πάψω να
πιστεύω σε πράγματα που αγαπώ και μου κάνουν τη ζωή μου μοναδική και
ενδιαφέρουσα.
Βασίλης Ξανθόπουλος
Αφιερωμένο στην Β2΄ τάξη